Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

Έρωτες (των θηλαστικών)

Τι είναι ερωτισμός; Είναι η ίδια η σεξουαλικότητα στην απόλυτη έννοιά της, στην άρνησή της δηλαδή να τεθεί στην υπηρεσία της διαιώνισης του είδους.
Όπως και η γαστρονομία ξεχωρίζει την τροφή από τη θρεπτική της λειτουργία, την ανυψώνει σε απόλυτη αξία και κάνει τη μαγειρική μια τέχνη ευγενή. Ο γαστρονόμος και ο πεινασμένος, δεν μπορούν παρά να γυρίσουν ο ένας την πλάτη στον άλλον. Όταν η βικτωριανή ηθική και όχι μόνο βικτωριανή-προσθέτω εγώ), καταδικάζει κάθε σεξουαλική πράξη που δεν τελείται υπό τους όρους της αναπαραγωγής και με μοναδικό της στόχο αυτήν την αναπαραγωγή, επιτίθεται απλούστατα στον ερωτισμό.
Όταν ο Ναπολέων, διώχνοντας τη στείρα Ζοζεφίνα για να παντρευτεί τη Μαρία Λουίζα, έλεγε «παντρεύομαι μια κοιλιά», στερούσε εκ των προτέρων τη σχέση που θα είχε με τη μέλλουσα γυναίκα του από κάθε έννοια ερωτισμού.

Μισέλ Τουρνιέ, από το Πόλεις, Μάσκες, Κορμιά
όπως και του ίδιου το παρακάτω απόφθεγμα, που εμένα τουλάχιστον με έχει βοηθήσει να καταλάβω τι μου γίνεται μερικές φορές, όταν δυσκολεύομαι (λέμε τώρα…)
«Υπάρχει ένα αλάθητο σημάδι για να καταλάβεις αν είσαι ερωτευμένος με κάποιον: το πρόσωπό του σου εμπνέει περισσότερο πόθο από οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός του»

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Εκ βαθέων (αρκετά θα έλεγα)

Δεν θέλω, ούτε φιλοδοξώ να γράψω ποίημα.
Καθόλου.
Να παραληρήσω μόνο λίγο, (ίσως από την κούραση των τελευταίων ημερών).
Και να ξεφύγω από ένα βαρετό θεατρικό έργο που διαβάζω, κι έχω αναλάβει να σχολιάσω (από την Άνοιξη, και κοντεύει να χειμωνιάσει).
Αρχίζω, επαναλαμβάνοντας ότι το όποιο ποιητικό ύφος προέκυψε τυχαία (;) αλλά μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, για καμουφλάρισμα.
Αναρωτιέμαι, -εδώ και χρόνια- γιατί τα πράγματα και τα πρόσωπα να είναι αιχμηρά;
Γιατί ν’απλώνουν έναν μανδύα που να συντρίβει, και το κάθε τι να κεντά μια διάχυτη μονοτονία;
Θάθελα-επιτέλους- να ζήσω έστω μόνο ένα λεπτό ζωής πρωταρχικής, σ’ έναν τόπο αθώο χωρίς την κόπωση της κρυφής προσπάθειας.
Σ’ έναν τόπο, όπου, (μη γελάσετε), αυτό που θα μας ενώνει δεν θα είναι η κοινή μας νόσος [είναι γνωστό ότι οι αρρώστιες μας μας σμίγουν και συναντιόμαστε (αν συναντηθούμε) στον πιο σπαραγμένο τόπο που είναι η καρδιά μας.]
Σκέφτομαι, και δακρύζοντας, (δεν αστειεύομαι) ελπίζω:
ότι έτσι όπως πίσω από το γυμνό υπάρχει η επιδερμίδα,
έτσι και πίσω από τους φόβους μας, υπάρχουμε εμείς.
Και ίσως κάποια στιγμή (μαγική;) γυμνοί από φόβους και θωρακίσεις θα συμπαθήσουμε (αν όχι θα αγαπήσουμε), κι θα συνεχίσουμε… με καρδιά όχι βαμμένη, αλλά ερωτικά διάφανη.
Και όλα αυτά χωρίς χαζή και επιπόλαιη χαρά (δεν μας ταιριάζουν πιστεύω τα ξενέρωτα) αλλά οπωσδήποτε με σπαραγμό, άγρια χαρά και ρίγος, προϋπόθεση για την απόλαυση της πρώτης, της ακέριας ηδονής.
A propo, εσείς ξέρετε κανέναν τόπο που κάθε μέρα να γεμίζει ήλιο και τότε όλα να συνεπαίρνονται;;;;
Είτε ναι, είτε όχι, σας χαρίζω λουλουδάκια, που γεμίζουν με ηχώ, το παγκόσμιο κενό…

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Το μαύρο μπουφάν της από λέδερ

Το λέδερ μπουφάν της έλαμπε στον ήλιο. Σταύρωσε το’να πόδι της
στο άλλο (με μπότες, φυσικά!) άναψε ένα τσιγάρο, έγειρε πίσω.
Το λέδερ έκανε το χαρακτηριστικό του τρίξιμο.
Είπε, «στοιχηματίζω
πως θα σου ‘ρχόταν κεραμίδα
αν έλεγα πως είμαι πολύ καλή
στο κρεβάτι και πραγματικά γουστάρω
να τη βρούμε μαζί!»

Εγώ καθόμουνα στο πεζουλάκι της βεράντας.
είπα, «η αλήθεια είναι πως δεν είμαι σίγουρος για το τι θα ‘κανα –
Αλλά σίγουρα δε θα μου ‘ρχόταν κεραμίδα».

Κάτω απ’ το χαμηλό τοίχο
ο βράχος έπεφτε κατακόρυφα
και σκεπαζόταν χαμηλά στη θάλασσα από τα κύματα.
Είπα, «μπορεί να πήδαγα από τη χαρά μου
ή ίσως και να πήδαγα από δω που βλέπεις!»

και της έσκασα χαμόγελο.
Ανατρίχιασε και χαμογέλασε κι εκείνη.
«Είναι φανταστικά να κάθεσαι έξω», είπε,
«αλλά δεν έχει ζεστάνει αρκετά ο καιρός
για να καθόμαστε πολύ στη βεράντα.
Τι θα ‘λεγες να πάμε μέσα;»
Είπα, «Η άνοιξη
μπήκε μόλις πριν τρεις μέρες-

μην έχουμε τόσες πια απαιτήσεις από τον καιρό!»
Στην πόρτα γύρισε κι ακούμπησε
ένα μαύρο γάντι –λίγο αβέβαια-
πάνω στο μάγουλό μου. Μουρμούρισε,
«Η άνοιξη είναι κόλαση
αν είσαι καλός στο κρεβάτι
αλλά κακός στον έρωτα!»


Robin Skelton. Μτφ: Α. Αγγελάκης

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Περί τραγικού μέρος 2ο (ή το λιγότερο δημοφιλές post στην ιστορία των blogs).

Παραμερίζοντας τις επιμέρους διαφορές στις ποικίλες προσεγγίσεις του τραγικού (στη δυτική φιλοσοφία), μπορούμε, κάπως χονδροειδώς και υπερ απλουστεύοντας ίσως, να πούμε ότι υπάρχουν στοχαστές που θεωρούν το τραγικό βίωμα ως προϊόν πρόσκαιρο (κοινωνικών συνθηκών, αγνωσίας ή παροδικής δυσαρμονίας).
Τόσο οι μορφές του ιδεαλισμού όσο και οι αποχρώσεις του υλισμού δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για την τραγική εμπειρία..
Οι πρώτοι την θεωρούν σαν ένα λίγο –πολύ στιγμιαίο φαινόμενο που δεν σχετίζεται με την ουσία του κόσμου και με το νόημα του είναι. (tosa xeroun tosa lene ).
Οι δεύτεροι, με την απαλοιφή των αντιθέσεων μέσα στους κόλπους της αταξικής κοινωνίας θεωρούν, επίσης, ότι το τραγικό συνδέεται με κάποιες εποχές, τόπους ή ιστορικές συνθήκες και επομένως η εμφάνιση του είναι περιστασιακή και υπό όρους. (aisiodoxa ta hrysoulia mou).
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, όλοι ανοίγουν την προβληματική του τραγικού με σκοπό λίγο πολύ να την υπονομεύσουν, να εξυπηρετήσουν τα δικά τους φιλοσοφικά συστήματα και τελικά να την κλείσουν με ανακούφιση… (efkolo einai;)
Kάποιοι υπαρξιστές όμως, απαλλαγμένοι από τις απαιτήσεις «συστημάτων» και ορθολογικών μονοδρομήσεων, δεν δίνουν στο τραγικό έργο τέχνης –στην τραγωδία του 5ου αιώνα – επικουρικό χαρακτήρα- αλλά το μελετούν στη βάση ότι αυτό σκιαγραφεί το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν το εξοβελίζουν αφού θεωρούν ότι αποτελεί ένα εγγενές στοιχείο του σύμπαντος. Στο μυαλό μου έχω τον Σέλερ, που δεν είναι μεν υπαρξιστής, είναι όμως χριστιανός από πεποίθηση και επιλογή, τον αγωνιώδη αθεϊσμό του Νίτσε, τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ, αλλά και την αγωνιώδη θρησκευτικότητα του Ουναμούνο.
Αυτοί οι φιλόσοφοι, όπως και άλλοι, με Θεό ή χωρίς Θεό, συναντιούνται πάνω στο πεδίο του εγκόσμιου τραγικού, και αρνούνται να το θεωρήσουν σαν πρόσκαιρο σκηνικό η επιφαινόμενο της ύπαρξης.
Η φιλοσοφία της τραγωδίας, γράφει ο Σεστώφ, βρίσκεται σε θεμελιακή αντίθεση προς τη φιλοσοφία της καθημερινότητας. Η καθημερινότητα εξασφαλίζει μια παρηγορητική συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους. Αλλά το γνησίως υπάρχειν απαιτεί συχνά την απόσταση, την απομόνωση από τη συλλογικότητα και τους κανόνες της. Έτσι, οι άνθρωποι της τραγωδίας, οι ‘εγκαταλελειμμένοι’, οφείλουν να διεξάγουν έναν διπλό αγώνα: ενάντια στην ‘αναγκαιότητα’ και ενάντια στους πλησίον τους που μπορούν ακόμη να προσαρμόζονται…