Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006

Διαφωνώντας με τον εαυτό μου και αυτά που έγραψα πριν λίγες ώρες

Και τώρα, όπως οι σοφιστές, θα ασκήσω τους δισσούς λόγους! (χα, χα, -ποια νομίζω ότι είμαι η ανόητη!)
Χωρίς να αναιρώ αυτά που έγραψα στο προηγούμενο ποστ, με θέμα «Πως τα λέει αυτός ο Ευγένιος...» ισχυρίζομαι τώρα τα εξής αντίθετα:
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, εφόσον είναι γεγονός πως το κωμικό, το γέλιο, έχει μια εγγενή ανατρεπτικότητα, και μπορεί να διαλύσει κάθε σοβαροφάνεια, να καταλύσει κάθε αρχή, παρουσιάζοντας την γελοία και ανόητη, εντούτοις έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί (εννοώ από την Τέχνη, τη σάτιρα, κ.λ.π.) με πολύ συντηρητικές προθέσεις: έχει εξυπηρετήσει πολλάκις την διαπόμπευση του «διαφορετικού», του αποκλίνοντος, του «παράξενου», του νεωτεριστικού, παίρνοντας το μέρος του παραδοσιακού, του κανόνα, του πεπατημένου. Προσπαθεί με δυο λόγια να επαναφέρει στην τάξη τα «κακώς κείμενα» της κοινωνίας, των ηθών, κ.λ.π., εξυπηρετώντας παγιωμένες αντιλήψεις, και καταδικάζοντας (μέσα από τους ποικίλους μηχανισμούς του γέλιου) την αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά ως ελαττωματική και αντικοινωνική.
Αντίθετα, το τραγικό, επειδή προϋποθέτει την ρήξη του ατόμου με το περιβάλλον του, είτε την κοινωνία, είτε τη θεότητα, είτε τον ίδιο τον εαυτό του, ωθεί τον άνθρωπο πέρα από τα όριά του, καθιστώντας τον οντολογικά ή κοινωνικά άστεγο, απαρηγόρητο, και για αυτόν το λόγο, με μία έννοια «επαναστάτη», ενάντια στις κατεστημένες και κοινώς αποδεκτές αξίες. Μέσα από την κατάσταση του τραγικού ο άνθρωπος βιώνει την απόλυτη μοναχικότητά του, το συναισθηματικό του χάος και το ρήγμα του με τον κόσμο.... Ξέρει ότι είναι μόνος του, ‘σ’ έναν άδειο ουρανό’, απαρηγόρητος και κατακερματισμένος.
Τώρα, αν μετά από όλα αυτά μπορεί να γελάσει, ή να καγχάσει, ίσως παράλληλα να βιώνει και μια αίσθηση κωμικότητας. Δεν αποκλείεται!...
........................................................................................................................
Βάση των προρρηθέντων συμπεραίνω ότι τελικά δεν διαφωνώ με το προηγούμενο ποστ μου.

Πώς τα λέει αυτός ο Ευγένιος....

Τάδε έφη Ιονέσκο:"Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό. Καθώς το κωμικό είναι η διαίσθηση του παράλογου, μοιάζει να συντελεί περισσότερο στην απόγνωση απ’ ότι το τραγικό. Το κωμικό δεν προσφέρει διέξοδο. Το χιούμορ μας κάνει να συνειδητοποιούμε, με μια ελεύθερη διαύγεια, το τραγικό ή το ασύνδετο της ύπαρξης του ανθρώπου. Αποτελεί τη μόνη δυνατότητα που διαθέτουμε ν’ αποσπασθούμε από την τραγικωμική μας ανθρώπινη ύπαρξη, την ασθένεια του υπάρχειν.
Να συνειδητοποιήσουμε το τρομερό και να γελάσουμε μ’ αυτό, σημαίνει να κυριαρχήσουμε και να επιβληθούμε σ’ αυτό που είναι τρομερό. Μόνο το γέλιο δε σέβεται κανένα ταμπού, μόνο το γέλιο αναχαιτίζει τη δημιουργία καινούριων αντι-ταμπού στα ταμπού.
Mόνο το κωμικό μπορεί να μας δώσει τη δύναμη ν’ αντέξουμε την τραγωδία της ύπαρξης. "

Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2006

Αφιερωμένο στους μετανάστες (είτε από τη χώρα τους είτε από τη ζωή τους)

Το αμετάφραστο

Έγραψε ένα ποίημα με λέξεις καθημερινές
(δεντροστοιχία, πέτρα, κέλυφος, χαρτόνι)
έχοντας την πρόθεση να το μεταφράσει
στη μητρική του γλώσσα.
Ανασέρνωντας μια μια τις αντιστοιχίες
απ' τον βυθό της μνήμης
αλλάζοντας τη διάταξη για να κρατήσει τον ρυθμό
προχώραγε στη νέα παραλλαγή με τόση επιτυχία
που σκέφτηκε να σκίσει την πρώτη γλωσσική μορφή.
Ξάφνου
ο ίσκιος ενός γλάρου πάνω στα νερά
του θύμισε πώς όλα τα πουλιά της μακρινής πατρίδας του
είχαν αποδημήσει ή σκοτωθεί.

Άρης Αλεξάνδρου

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006

Περί λαϊκής τέχνης...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε τα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του 'σπασαν ένα δυο κόκαλα.
Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε.
Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί.
Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν και έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα.
Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

(Ο Φώτης Κόντογλου για τον Θεόφιλο)