Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

Πρόσκληση σε τσάι

Η ιδέα ήταν άλλου φίλου blogger! Αλλά γιατί όχι; Την υιοθετώ!
Θέλετε να έρθετε για τσάι (και γλυκά) σπίτι μου;
Λέω για τις 26 Δεκεμβρίου το απόγευμα.
Μέχρι στιγμής είμαστε 2-3 στάνταρ. Αν θέλετε και οι υπόλοιποι αγαπημένοι και αγαπημένες μου, στείλτε μου mail! xxxx

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Ακολουθώντας το εορταστικό κλίμα...

« Ο κόσμος είναι μια μεγάλη κατσαρόλα που μέσα της βράζουμε εμείς με το ζουμί μας. Και πάνω, ο μέγας Μάγειρας με τα βιβλικά γένια, κρατώντας μια κουτάλα, ανακατεύει μόνιμα ένα μενού ζωοτροφής για τα σκουλήκια. Αέναο φύραμα στην ανάπτυξη των κόσμων. Κι όσο θα ήθελα να πιστεύω στην ανωτερότητα του ανθρώπου, τόσο η καθημερινή πραγματικότητα μού επαληθεύει το αναίτιο της υπάρξεώς του.»

Βασίλης Ζιώγας
«Εστιατόριο Humanismus»

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

Ν τ ο υ έ ν τ ε

Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα ’λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ’ ένα ντουέντε. Όχι μ’ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. [...]
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε.[...]
Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό. [...]
Πριν από μερικά χρόνια σ’ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες κι αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε.
[...] Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα μπαινόβγει ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για πάντα απαρηγόρητα.
Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μιαν αντρίκια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η μούσα κι ο άγγελος αποσύρονται με το βιολί ή με το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεμα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυμαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου.
Η μαγική ιδιότητα ενός ποιήματος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί με το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν’ αγαπήσεις και ξέρεις πως και σένα θα σε νιώσουν, πως και συ θ’ αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει στιγμές που παίρνει στην ποίηση τη μορφή μιας πάλης μέχρι θανάτου.
[...] Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα.
[...] Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μιαν ατέλειωτη αναζήτηση για καινούργια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων.

Φ. Γ. Λόρκα.
Άνοιξη, 1930